λορδώ

λορδώ
λορδῶ, -όω (Α) [λορδός]
κυρτώνω τη σπονδυλική μου στήλη προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα να εξέχει το στήθος και η κοιλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λορδαίνω — (Α) [λορδός] λορδώ.* …   Dictionary of Greek

  • λόρδα — η 1. μεγάλη πείνα 2. φρ. «μέ κόβει λόρδα» ή «κόβω λόρδες» ή «κόβω λόρδα» πεινώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λορδῶ «κυρτώνομαι προς τα εμπρός ή < λώριδα < λωρίδα «ταινία τών εντέρων», ενώ η άποψη κατά την οποία η λ. προήλθε από το λόρδος (από… …   Dictionary of Greek

  • λόρδωμα — λόρδωμα, τὸ (Α) [λορδώ] το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης προς τα εμπρός …   Dictionary of Greek

  • λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”